καταστυφελος

καταστυφελος
    καταστύφελος
    κατα-στύφελος
    2
    (ῠ) весьма твердый, каменистый
    

(πέτρη HH.; χῶρος Hes.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καταστυφελος" в других словарях:

  • καταστύφελος — καταστύφελος, ον (Α) πολύ σκληρός, τραχύς, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στυφελός «τραχύς»] …   Dictionary of Greek

  • καταστυφέλου — καταστύφελος very hard masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστυφέλῳ — καταστύφελος very hard masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάστυφλος — κατάστυφλος, ον (Α) καταστύφελος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στύφλος «τραχύς»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»